Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ый οριακός

См. также в других словарях:

  • οριακός — ή, ό [όριο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρια, στα σύνορα, ο συνοριακός 2. μτφ. κρίσιμος 3. φρ. α) «οριακή ταχύτητα» φυσ. η σταθερή ταχύτητα την οποία αποκτά ένα σώμα όταν εκτελεί ελεύθερη πτώση μέσα σε ένα ρευστό β) «οριακό στρώμα» φυσ.… …   Dictionary of Greek

  • οριακός κύκλος — Ο όρος δημιουργήθηκε από τον Ν. Λομπατσέφσκι στην ομώνυμή του (μη ευκλείδεια) γεωμετρία. Στο ευκλείδιο επίπεδο κάθε ορθογώνια τροχιά μιας δέσμης ευθειών με κέντρο ένα σημείο Ο είναι περιφέρεια κύκλου. Αν η δέσμη είναι παράλληλη, τότε κάθε… …   Dictionary of Greek

  • οριακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρια, τα σύνορα: Οριακή γραμμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… …   Dictionary of Greek

  • ορικός — (I) ή, ό (Α ὁρικός, ή, όν) [όρος (Ι)] νεοελλ. φρ. α) «ορική γωνία» φυσ. η ελάχιστη γωνία πρόσπτωσης μιας φωτεινής ακτίνας πάνω στη διαχωριστική επιφάνεια δύο διαφανών οπτικών μέσων, ώστε να διαθλαστεί, κινούμενη στη συνέχεια παράλληλα προς την… …   Dictionary of Greek

  • ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… …   Dictionary of Greek

  • φίνα — (I) Ν επίρρ. βλ. φίνος. (II) ἡ, Μ καθεμιά από τις δύο σειρές σκοπών που τοποθετούσαν γύρω από την βασιλική κοόρτη στα στρατόπεδα τών Βυζαντινών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχετίζεται πιθ. με το λατ. finis, is «όριο, όρος» (πρβλ. και τον λατ. τ. finalis… …   Dictionary of Greek

  • χρησιμότητα — η / χρησιμότης, ητος, ΝΜΑ [χρήσιμος] η ιδιότητα τού χρήσιμου, τού ωφέλιμου νεοελλ. φρ. α) «χρησιμότητα και αξία» (οικον.) η ιδιότητα τών οικονομικών αγαθών να ικανοποιούν τις ανάγκες τού ανθρώπου β) «οριακή χρησιμότητα». βλ. οριακός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»