-
1 οριακός
η, ό[ν]1) граничащий, пограничный; 2) предельный, самый большой;οριακή ωφελιμότητα — в/с. предельная полезность
-
2 οριακός
sınır, marjinal, darkenar -
3 οριακός
1) borderline2) marginalΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > οριακός
-
4 импульс
1. (механический) η ώση, η ώθηση, η ορμή, η ποσότητα της κίνησης- ракетного двигателя удельный η (καθαρή) ώση του πυραυλοκινητήρα (Ν x sec. kg)2. (волновой) о παλμ/ός, η κίνησηгасящий (тлв.) - σβέσηςединичный (вид испытательного сигнала в системах автоматического управления) - μονός -зондирующий (рлк) - ερεύνης/έρευναςкомандный(рлк.) - ελέγχουмешающий (тлв) - περιττός -, τοεμπόδιοпороговый - οριακός/χαμηλός -прямой - (рлк.) ευθύς/κύριος -стирающий «<■ σβέσηςуправляющий - ελέγχου/χειρισμού- электромагнитного поля - του ηλεκτρικού πεδίου, ηλεκτρομαγνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импульс
-
5 предельность
το όριοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предельность
-
6 цикл
ο κύκλ/ος, το κύκλωμαвключать оборудование в замкнутый - συνδέω τον εξοπλισμό σε κλειστό - о выходить из - а βγαίνω από τον - οорнитиновый хим. - της ορνιθίνηςпредельный - эл. οριακός -сердечный - мед. καρδιακός -- του OttoРусско-греческий словарь научных и технических терминов > цикл
-
7 borderline
adjective (doubtful; on the border between one thing and another: He was a borderline case, so we gave him an additional exam to see if he would pass it.) οριακός -
8 marginal
adjective (small and almost non-existent or unimportant: a marginal improvement.) οριακός -
9 предельный
επ.οριακός•-ая линия οριακή γραμμή.
|| άκρος, ύψιστος, ανώτατος•предельный возраст το ανώτερο όριο ηλικίας•
предельный срок τελευταία προθεσμία•
-ая скорость η μεγαλύτερη ταχύτητα•
-ые усилия προσπάθειες στο έπακρο.
-
10 marjinal
περιθωριακός, οριακός -
11 borderline
1) οριακός2) παραμεθόριος -
12 marginal
1) οριακός2) περιθωριακός
См. также в других словарях:
οριακός — ή, ό [όριο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρια, στα σύνορα, ο συνοριακός 2. μτφ. κρίσιμος 3. φρ. α) «οριακή ταχύτητα» φυσ. η σταθερή ταχύτητα την οποία αποκτά ένα σώμα όταν εκτελεί ελεύθερη πτώση μέσα σε ένα ρευστό β) «οριακό στρώμα» φυσ.… … Dictionary of Greek
οριακός κύκλος — Ο όρος δημιουργήθηκε από τον Ν. Λομπατσέφσκι στην ομώνυμή του (μη ευκλείδεια) γεωμετρία. Στο ευκλείδιο επίπεδο κάθε ορθογώνια τροχιά μιας δέσμης ευθειών με κέντρο ένα σημείο Ο είναι περιφέρεια κύκλου. Αν η δέσμη είναι παράλληλη, τότε κάθε… … Dictionary of Greek
οριακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρια, τα σύνορα: Οριακή γραμμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… … Dictionary of Greek
ορικός — (I) ή, ό (Α ὁρικός, ή, όν) [όρος (Ι)] νεοελλ. φρ. α) «ορική γωνία» φυσ. η ελάχιστη γωνία πρόσπτωσης μιας φωτεινής ακτίνας πάνω στη διαχωριστική επιφάνεια δύο διαφανών οπτικών μέσων, ώστε να διαθλαστεί, κινούμενη στη συνέχεια παράλληλα προς την… … Dictionary of Greek
ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… … Dictionary of Greek
φίνα — (I) Ν επίρρ. βλ. φίνος. (II) ἡ, Μ καθεμιά από τις δύο σειρές σκοπών που τοποθετούσαν γύρω από την βασιλική κοόρτη στα στρατόπεδα τών Βυζαντινών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχετίζεται πιθ. με το λατ. finis, is «όριο, όρος» (πρβλ. και τον λατ. τ. finalis… … Dictionary of Greek
χρησιμότητα — η / χρησιμότης, ητος, ΝΜΑ [χρήσιμος] η ιδιότητα τού χρήσιμου, τού ωφέλιμου νεοελλ. φρ. α) «χρησιμότητα και αξία» (οικον.) η ιδιότητα τών οικονομικών αγαθών να ικανοποιούν τις ανάγκες τού ανθρώπου β) «οριακή χρησιμότητα». βλ. οριακός … Dictionary of Greek